γράφει ο Θωμάς Θεολόγης
προτομή του Σωκράτη |
Τά λόγια τοῦ τίτλου εἶναι τοῦ Σωκράτη, τοῦ μεγαλυτέρου φιλοσόφου. Δέν
ἔπιασα καλά τό νόημά τους ὅταν τά πρωτοδιάβασα, γιατί μοῦ ’λειπε ἡ πεῖρα. Μέσω
τῆς μετριοφροσύνης, μοῦ φάνηκε πώς ὁ Σωκράτης πρόβαλε τήν ὑπεροψία του. Ἀγνοοῦσα,
τότε, τό μεγαλεῖο του! Καθώς, ὅμως, κυλοῦσε ὁ καιρός καί ἡ πεῖρα μερικῶν
δεκαετιῶν μεγάλωσε στόν ταμιευτήρα τῆς γνωσιολογίας, κατανόησα τό πραγματικό
τους νόημα. Δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τό: ὅσο πιό πολλά μαθαίνεις, τόσο καλύτερα
ἀντιλαμβάνεσαι τήν ἀπόσταση πού σέ χωρίζει ἀπό τό ἄγνωστο! Ὅταν σκαρφαλώσεις
στόν πλησιέστερο λόφο καί δεῖς τήν ἀόρατη ἀπό τό σπίτι σου κοιλάδα, ἕνας
καινούργιος κόσμος ξετυλίγεται μπροστά σου. Ἄν, στή συνέχεια, κατακτήσεις μιά
μεγάλη βουνοκορφή, ἀνακαλύπτεις τήν ὕπαρξη ἀγνώστων πεδιάδων, ποταμῶν, λιμνῶν
καί, ἴσως, ὠκεανῶν.
Τό ἀξίωμα τοῦ Σωκράτη «ἕν οἶδα, ὅτι οὐδέν οἶδα» σήμερα δέν εἶναι
ἐπίκαιρο! Εἴμαστε, δυστυχῶς, κυκλωμένοι ἀπό «παντογνῶστες» πού καταπιεστικά
ἐπιδεικνύουν τήν ἀγνωσία τους! «Πάνσοφοι» οἰκονομολόγοι στρίμωξαν τήν
οἰκονομία σέ μιά ἀδιέξοδη σήραγγα, φανταστικοί «καλλιτέχνες» μετέτρεψαν τά
Πύθια σέ μιά λαμπρή τελετή πιθηκοακροβατικῶν ἐπιδείξεων, πού ἀκούει στό ὄνομα EUROVISION! Πολυάριθμοι «εἰδικοί» διαφημίζουν τίς χιμαιρικές τους ἰδέες, κορυφαῖοι
μόδιστοι ἐφευρίσκουν διαυγῆ ἐνδύματα, προκειμένου νά ἀπενδύσουν τό ἀνθρώπινο
σῶμα!..
Αὐτό τό συνονθύλευμα τῶν «εἰδημόνων» ξύπνησε μερικές φοιτητικές ἀναμνήσεις
μου ἀπό τή Σκωτία. Μπορεῖ νά πέρασαν πάνω ἀπό πενῆντα χρόνια, ἀλλά τό ὑπέροχο
ποίημα τοῦ J.M.Caie “The Puddock” (ὁ μπάκακας), τό θυμᾶμαι ἀπ’ ἔξω κι ἀνακατωτά. Ἄν καί ἡ παλαιότητά του
ξεπερνᾶ τίς δεκαπέντε δεκαετίες, εἶναι τόσο ἐπίκαιρο, ἀφοῦ ἀπεικονίζει μιά
χαρά τούς παραπάνω «παντογνῶστες»! Ἔχουν τόσα κοινά μέ τό βάτραχο τοῦ
ποιήματος, πού, ξαπλωμένος στά βούρλα μιᾶς λίμνης καυχᾶται γιά τή διασημότητά
του. Ἀνάμεσα στ’ ἄλλα κομπορρημονεῖ πώς ἔχει πολλές οἰκογένειες καί γυναῖκες,
ἕνα σπιτικό γεμᾶτο ἀγαθά, τονίζει ὅτι ὑπῆρξε περιζήτητος ἐραστής καί δέν
παραλείπει ν’ ἀναφερθεῖ στήν καλλιφωνία του! Τελειώνει μέ τή διαπίστωση:
«Πιστεύω πώς εἶμαι ὁ πραγματικός ἀρχιμπάκακας»
Τούς τελευταίους τέσσερες στίχους τούς ἀφιερώνω σ’ αὐτούς πού, ὅπως ὁ βάτραχος
τοῦ ποιήματος, κάνουν τόν σπουδαῖο:
«Ἕνας ἐρωδιός
πεινοῦσε καί θέλοντας νά δειπνήσει,βούτηξε τόν μπάκακα καί τόν καταβρόχθισε.
Ὕστερα, τινάζοντας
τά φτερά του: Σιχαμερό πρᾶμα, εἶπε.
Κρῖμα πού οἱ
βάτραχοι δέν εἶναι ὅπως τόν παλιό καιρό».
Το κείμενο γράφτηκε το 2010
Το κείμενο γράφτηκε το 2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου