Δημοσιεύουμε σήμερα την ελληνική απόδοση επιστολής του κ. Δημήτρη Μιχαλόπουλου,
της οποίας το αγγλικό πρωτότυπο δημοσιεύθηκε, στις 30 Αυγούστου 2009, στην
ιρλανδική εφημερίδα Irish Tribune. Ήταν οι παραμονές του δεύτερου δημοψηφίσματος που –παρανόμως- ήταν να γίνει τότε στην Ιρλανδία με σκοπό την «κύρωση»
της συνθήκης της Λισσαβώνας, η οποία είχε απορριφθεί στο μεταξύ και από τους
Γάλλους και από τους Ολλανδούς και –φυσικά- τους Ιρλανδούς.
Όλα αυτά που ζούμε στο πετσί
μας στην Ελλάδα σήμερα συνιστούν απόρροια της εφαρμογής της συνθήκης της
Λισσαβώνας. Και ένας μόνο τρόπος υπάρχει, για να αποφύγουμε καταστάσεις ακόμα
χειρότερες από αυτές τις οποίες σήμερα βιώνουμε: Να βγούμε από το ευρώ και
να επιστρέψουμε στο εθνικό μας νόμισμα. Όποιος υποστηρίζει το αντίθετο
είναι –για να αντιστρέψουμε τη φράση του αρχηγού του ΛΑ.Ο.Σ.- εχθρός του Ελληνικού Λαού.
Θεόδοτος
Kύριοι,
Παρ’ όλο ότι δεν είμαι Ιρλανδός, νοιώθω υποχρεωμένος να
ζητήσω τη φιλοξενία της εφημερίδας σας, καθώς το δεύτερο Ιρλανδικό Δημοψήφισμα αναφορικώς
με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας αναμφιβόλως αποτελεί θέμα διεθνούς σημασίας, ο
αντίκτυπος του οποίου θα είναι αποφασιστικός για το μέλλον της Γηραιάς Ηπείρου.
Σαν Έλληνας λοιπόν, δηλαδή σαν ένας πολίτης χώρας της
Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν αντιλαμβάνομαι γιατί ένα δεύτερο δημοψήφισμα πρέπει να
γίνει στη χώρα σας. Και τούτο, γιατί ένα
έχει ήδη πραγματοποιηθεί χώρα και η
πλειοψηφία των Ιρλανδών απάντησε με
ηχηρό ΟΧΙ στη Συνθήκη της Λισσαβώνας!
Επιπλέον, εάν κάποιος θελήσει να εμβαθύνει στο όλο ζήτημα, θα καταλήξει στη
διαπίστωση ότι δεν υπήρχε λόγος να γίνει
ούτε καν το πρώτο δημοψήφισμα. Γιατί να
ξεχάσουμε ότι, πριν ακόμα από το πρώτο δημοψήφισμα στην Ιρλανία, οι Γάλλοι και
οι Ολλανδοί είχαν ήδη απορρίψει με την ψήφο τους τη Συνθήκη της Λισσαβώνας. Είναι
σαφέστατο, με άλλα λόγια, ότι κέντρα επιρροής πιέζουν να γίνεται το ένα
δημοψήφισμα μετά το άλλο – προκειμένου απλούστατα να εξαντλήσουν τους λαούς της
Ευρώπης και να κερδίσουν, έτσι, τη συγκατάθεσή όσον αφορά την αποδοχή αυτής της
διαβόητης συνθήκης της Λισσαβώνας. Το
ερώτημα που, κατά συνέπεια, αναδύεται είναι: ΓΙΑΤΙ γίνεται αυτό;
Προκειμένου να ακριβολογήσουμε, πρέπει να γίνει σαφές ότι
η σύγχρονη Ευρώπη δεν αποτελεί ομοσπονδία αλλά συνομοσπονδία. Θεωρητικώς,
οποιοσδήποτε μπορεί να ταξιδέψει και
ζήσει όπου επιθυμεί – χωρίς διαβατήριο, χωρίς... τίποτα. Παρ’ όλα αυτά, ένα
σοβαρό πρόβλημα παραμένει· και αυτό είναι το γλωσσικό. Καμία ομοσπονδία δεν
είναι δυνατή χωρίς γλωσσική ενότητα. (Η Ελβετία, Κράτος ομοσπονδιακής υφής που συχνά προβάλλεται ως υπόδειγμα, απλώς είναι
μία γερμανική χώρα που έχει υποστεί έντονη γαλλική επίδραση.) Και το ότι οι
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής πραγματικά κατάφεραν να ενοποιηθούν (στη θεωρία
μόνο ιστορικώς και όχι και θεσμικώς) και να φθάσουν να γίνουν η κυρίαρχη στον
κόσμο μας Δύναμη ήταν κάτι που επιτεύχθηκε χάρη στη γλωσσική ενότητα των Η.Π.Α.
– και, κατά συνέπεια, στη συνακόλουθη αφομοιωτική τους ισχύ. Όσον όμως αφορά τη
δική μας ήπειρο, την Ευρώπη, τα αγγλικά δεν έχουν καταφέρει, μέχρι στιγμής, να γίνουν
μέχρι στιγμής η πλήρως αποδεκτή κοινή γλώσσα. Και εάν τελικώς γίνουν, είναι εξαιρετικά
αμφίβολο το κατά πόσον θα καταφέρουν να εκτοπίσουν τις εθνικές γλώσσες από τις
εθνικές εστίες των Ευρωπαίων. Ευχερώς λοιπόν συμπεραίνει κανείς ότι, εάν
εφαρμοστεί η συνθήκη της Λισσαβώνας, στη «νέα», δήθεν «ενοποιημένη» Ευρώπη,
αντί για εθνικά κράτη, θα υπάρχουν γλωσσικές και εθνικές μειονότητες. Με άλλα
λόγια, οι Λαοί της ηπείρου μας θα συνεχίσουν να μιλάνε τις μητρικές τους
γλώσσες, αλλά θα είναι υποχρεωμένοι να
μιλάνε αγγλικά οποτεδήποτε θα χρειάζεται να έλθουν σε επαφή με τις
«υπερκρατικές αρχές». Και υπό το φως της
ιστορικής εμπειρίας είναι γνωστό ότι πάντοτε, μα πάντοτε, κάθε μορφής επιβεβλημένη διγλωσσία αναποφεύκτως εξελίσσεται σε βασική αιτία αναταραχής. Γιατί
λοιπόν, σαν Ευρωπαίοι, να περιέλθουμε ξανά σε τέτοια κατάσταση; Σήμερα, σχεδόν
ο καθένας μπορεί να καταλάβει και να μιλήσει τα βασικά (essential) αγγλικά. Γιατί αυτή η γλώσσα να επιβληθεί ως «επίσημη» στους ταλαιπωρημένους –ή, μάλλον εξουθενωμένους-
λαούς της γηραιάς μας ηπείρου;